-
1 ἀντίος
ἀντίος ( ἀντί), entgegengesetzt, gegenüber, bei Hom. vom feindlichen u. freundlichen Begegnen u. jedem Gegenübersein, ἀντίος ἦλϑεν, ἀντίος ἔστη, ohne casus, Od. 19, 478 ἡ δ' οὔτ' ἀϑρῆσαι δύνατ'ἀντίη οὔτε νοῆσαι; oft mit gen., ὅς τις τοῦ γ' ἀντίος ἔλϑοι Iliad. 17, 8; μηδ' ἀντίος ἵστασ' ἐμεῖπ 17, 81; mit dat., Hom. Iliad. 7, 20 τῇ δ' ἀντίος ὤρνυτ' Ἀπόλλων; Pind. N. 10, 79 Ζεὺς δ' ἀντίος ἤλυϑέ οἱ; Her. 5, 18 ἀντίαι ἵζοντο τοῖσι Πέρσῃσι; οἱ ἀντίοι = ἐναντίοι Her. 9, 62; ἢν μὴ τὸ ὑμέτερον ἀντίον γένηται, wenn ihr nicht hinderlich seid, 8, 140; ἀντία λέγειν Aesch. Pers. 681; ἁδεῖα μὲν, ἀντία δ' οἴσω Soph. Ir. 123; σοὶ μὲν δοκείτω ταῦτ', ἐμοὶ δὲ τἀντία Eur. Suppl. 482; selten in Prosa, wie Xen. ἀντίοι τοῖς πολεμίοις An. 1, 8, 17; οἱ λόγοι ἀντίοι εἰσὶν ἢ οὓς ἤκουον An. 6, 4, 34, sind ganz verschieden von denen, die ich hörte; Pol. ἐτίϑει τοὺς Ἴβηρας ἀντίους τοῖς ἱππεῦσι 3, 113 erinnert mehr an den früheren Gebrauch; ἐκ τῆς ἀντίης, von der entgegengesetzten Seite, Her. 8, 6. Adverbial u. als praep. ἀντίον u. ἀντία, gegenüber, entgegen, Od. 14, 79 αὐτὸς δ' ἀντίον ἷζεν, Iliad. 9, 218 αὐτὸς δ' ἀντίον ἷζεν Ὀδυσσῆος, 21, 481 ἀντί' ἐμεῖο στήσεσϑαι, Od. 15, 377 ἀντία δεσποίνης φάσϑαι, 1, 78 ἀντία πάντων ἀϑανάτων ἀέκητι ϑεῶν ἐριδαινέμεν; Od. 17, 334 τὸν κατέϑηκε φέρων πρὸς Τηλεμάχοιο τράπεζαν ἀντίον; oft ἀντίον αὐδᾶν, antworten, cum accus., Iliad. 3, 203. 4, 265; ἔπος τέ μιν ἀντίον ηὔδα 5, 170; aber 1, 230 ὅς τις σέϑεν ἀντίον εἴπῃ widersprechen; Pind. Pyth. 4, 285 ἐρίζειν ἀντία τοῖς ἀγαϑοῖς; Soph. Ir. 785 τἀνδρὸς ἀντίον μολεῖν; Sp. D.; Xen. Hell. 1, 6, 26 ἀντίον τῆς Μιτυλήνης; 2, 1, 21 ἀντίον τῆς Λαμψάκου.
-
2 δια-πληκτίζομαι
δια-πληκτίζομαι, dep. med., streiten, plänkeln; ἀκροβολισμοῖς Plut. Flamin. 3; τοῖς ἱππεῦσι, gegen die Reiter. Lucull. 51; auch σκώμμασι, necken, sich in Spöttereien überbieten, Syll. 2; γυναίοις, mit den Frauen schäkern, Plut. Timol. 14; ἀπὸ νευμάτων πρὸς τὸ γύναιον, mit lüsternen Blicken ansehen, Amator. 16 p. 34.
-
3 ἅμ-ιππος
ἅμ-ιππος, 1) roßschnell, Βορεάς Soph. Ant. 972. – 2) Bei Thuc. 5, 57 u. Xen. Hell. 7, 5, 23 Fußsoldaten, die zwischen die Reiter gestellt werden ( ἅμα τοῖς ἱππεῠσι τεταγμένοι, Harpocr., der auch eine andere Art ἅμιπποι erwähnt, die zwei Pferde hatten, deren sie sich abwechselnd bedienten; vgl. B. A. 205).
-
4 διαπληκτιζομαι
вступать в столкновение, иметь стычку(τοῖς ἱππεῦσι Plut.; παίεσθαι καὴ δ. Luc.)
δ. σκώμμασι Plut. — перебрасываться насмешливыми замечаниями;δ. ἀπὸ νευμάτων πρός τινα Plut. — перемигиваться с кем-л. -
5 επαφιημι
1) пускать, бросать, метать(τὰ παλτά Xen.; τὸ δόρυ κατά τινος и κεραμίδα τινί Plut.)
2) выпускать, устремлять(τοὺς ἵππους τοῖς ἱππεῦσι Polyb.; τὰ ἅρματα Luc.)
3) испускать, выделять(ὑγρότητα μυξώδη Arst.)
4) испускать, издавать(φωνήν Arst.)
-
6 κομάω
A let the hair grow long,Ἄβαντες ὄπιθεν κομόωντες Il.2.542
; , al.;κ. τὴν κεφαλήν Hdt.4.168
; τὰ ὀπίσω κ. τῆς κεφαλῆς ib. 180; τὰ ἐπὶ δεξιὰ τῶν κεφαλέων κ. ib. 191;τὸ γένειον τῇ κεφαλῇ ὁμοίως κ. X.Smp.4.28
;ξανθοτάτοις βοτρύχοισι κ. Pherecr.189
;ἄρσεσιν οὐκ ἐπέοικε κ. Ps.-Phoc.212
;Λακεδαιμόνιοι.. οὐ γὰρ κομῶντες πρὸ τούτου ἀπὸ τούτου κομᾶν Hdt.1.82
, cf. Arist.Rh. 1367a29, Philostr.VA3.15;ἐλακωνομάνουν ἅπαντες.., ἐκόμων Ar.Av. 1282
; μὴ φθονεῖθ' ἡμῖν (sc. τοῖς ἱππεῦσι) ;κομῶν καὶ αὐχμηρός Arist.Rh. 1413a9
, cf. D.H.6.26; ἔνορκον ἂν ποιησαίμην μὴ πρότερον κομήσειν (in token of a vow) πρίν .. Pl.Phd. 89c;ἀνὴρ μὲν ἐὰν κομᾷ, ἀτιμία αὐτῷ ἐστι· γυνὴ δὲ ἐὰν κομᾷ, δόξα αὐτῇ ἐστιν 1 Ep.Cor.11.14
-15.2 plume oneself, give oneself airs, , cf. Pl. 170; οὗτος ἐπὶ τυραννίδι ἐκόμησε aimed at the monarchy, Hdt.5.71; ἐπὶ τῷ κομᾷς; on what do you plume yourself? Ar.V. 1317;μηδὲν ταύτῃ γε κομήσῃς Id.Pl. 572
;κ. ἐπὶ κάλλει Plu.Caes.45
, cf. Luc.Nigr.1; ἐπ' Ἠρίννῃ κ., of her lover, AP11.322 (Antiphan.): c.dat., Opp.C.3.192.II of horses,χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Il.8.42
, 13.24.III of the hair itself, to be long, Opp.C.3.28.IV metaph., of trees, plants, etc., [οὖθαρ ἀρούρης] μέλλεν ἄφαρ ταναοῖσι κομήσειν ἀσταχύεσσιν soon were the fields to wave with long ears, h.Cer. 454;μᾶζαι βώλοις κομῶσαι Cratin.165
;ἁ δὲ καλὰ νάρκισσος ἐπ' ἀρκεύθοισι κομάσαι Theoc.1.133
, cf. 4.57;αἴγειρος φύλλοισι κομόωσα A.R.3.928
;ὄρος κεκομημένον ὕλῃ Call.Dian. 41
;ἡ γῆ φυτοῖς κομῶσα Arist.Mu. 397a24
, cf. Ael.Fr.75;κομῶντα λήϊα Procop.Gaz.Ep.23
.V ἀστέρες κομόωντες, = κομῆται, Arat. 1092. -
7 ἐπαφίημι
A throw at, discharge at,τὰ παλτά X.Cyr.4.1.3
;κεραμίδα τινί Plu.2.241b
; let loose upon, πρόβατα allow them to graze, Thphr. HP8.7.4, cf. BGU1251.11 (iii/ii B.C.), etc.;τοὺς ἱππεῖς τοῖς ἱππεῦσι Plb. 11.22.8
;τοὺς εὐζώνους Id.10.39.3
;ἐλέφαντας ἐ. τινί Paus.1.12.3
, etc.;ἐμαυτόν τισι Alciphr.1.22
:—[voice] Pass., εὐθὺ τὸν λίθον ἐπαφίεσθαι Aen. Tact.32.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαφίημι
-
8 διαπληκτίζομαι
δια-πληκτίζομαι, streiten, plänkeln; τοῖς ἱππεῦσι, gegen die Reiter; auch σκώμμασι, necken, sich in Spöttereien überbieten; γυναίοις, mit den Frauen schäkern; ἀπὸ νευμάτων πρὸς τὸ γύναιον, mit lüsternen Blicken ansehen -
9 διαπληκτίζομαι
A spar, LXXEx.2.13;τινί Luc.Anach.11
: generally, skirmish with,ἱππεῦσι Plu.Luc.31
: metaph., wrangle,δ. τοῖς γυναίοις Id.Tim.14
;πρὸς γύναιον Id.2.760a
, cf. Agath.2.29: c. dat. modi,δ. τοῖς σκώμμασι Plu.Sull.2
:—late in [voice] Act., Horap.1.70.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπληκτίζομαι
-
10 κατα-τέμνω
κατα-τέμνω (s. τέμνω), zerschneiden, zerstückeln; μαχαίρᾳ τάμον κάτα μέλη Pind. Ol. 1, 49; τὰ κρέα Ar. Pax 1059; σπλάγχνα κατατετμημένα Av. 1524; τὰ γέῤῥα Xen. An. 4, 7, 26; mit doppeltem accus., ὃν. κατατεμῶ τοῖσιν ἱππεῦσι καττύματα, ich will ihn zu Schuhleder zerschneiden, Ar. Ach. 300; τὸ δ' ἄλλο σῶμα κατατεμὼν πολλοὺς κύβους Alexis bei Ath. VII, 324 c; vgl. Plat. Rep. X, 610 h; niederhauen, umbringen, τινά, VI, 488 c; κατατεμνόμενοι βαϑέσι τοῖς τραύμασιν Luc.; zerfleischen, ἑαυτόν Xen. Hem. 1, 2, 55; – ἡ πόλις κατατέτμηται τὰς ὁδοὺς ἰϑείας, in gerade Straßen zerschnitten, Her. 1, 180; – κατετέτμηντο τάφροι ἐπὶ τὴν χώραν, Gräben waren gezogen, Xen. An. 2, 4, 13; – τὰ κατατετμημένα sind im Bergwerke Stellen, wo schon gegraben ist, Ggstz ἄτμητα, Vectig. 4, 27.
См. также в других словарях:
συννικώ — άω, Α νικώ σε συνεργασία με άλλους («συννενικηκότες τοῑς ἱππεῡσι», Ξεν.) … Dictionary of Greek
φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… … Dictionary of Greek